χιονογλυπτική

χιονογλυπτική
η, Ν
η κατασκευή αγαλμάτων από χιόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + γλυπτική. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”